- προγονισμός
- ο, Νβιολ. το φαινόμενο τής επανεμφάνισης σε κάποιο οργανισμό χαρακτήρων που ανήκουν στους άμεσους, πλησιέστερους προγόνους του, όπως λ.χ. στον παππού ή στον προπάππο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόγονος + -ισμός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προγονισμός — ο κληρονομικότητα, αταβισμός, προπατορισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αταβισμός — ο (λ. λατ.), εμφάνιση σε απογόνους, ύστερα από δύο ή περισσότερες γενιές, χαρακτηριστικών ιδιοτήτων προγόνου, προγονική κληρονομικότητα, προγονισμός: Ο αταβισμός είναι βιολογικό φαινόμενο που έχει εξηγηθεί από την επιστήμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)